- διπενθημιμερής
- διπενθημιμερής, -ές και διπενθημιμερικός, -ή, -ον (AM)(για στίχο) αυτός που αποτελείται από δύο πενθημιμερή μέτρα, από δυόμισυ πόδες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διπενθημιμερές — διπενθημιμερής consisting of two members of masc/fem voc sg διπενθημιμερής consisting of two members of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)